Χριστούγεννα στον Πόντο
Τις μέρες που πλησιάζουν, τα Χριστούγεννα, σκεφτόμαστε τα παλιά χρόνια και ρωτάμε τους γερούς για τα ήθη και τα έθιμα που είχαν τότε.
Κάθε σπίτι είχε και ένα γουρούνι. Την παραμονή των Χριστουγέννων το έσφαζαν και με το κρέας του έφτιαχναν “γαβουρμά” και “τσιλγάνια”, όπως τα λένε στα ποντιακά. Το λίπος του γουρουνιού το λιώνανε και το χρησιμοποιούσανε στις πίτες και τα φαγητά. Φτιάχνανε ακόμα τσουρέκια στο φούρνο, που έμοιαζαν με πίτες. Τα παιδιά έψελναν τα ποντιακά κάλαντα και τους έδιναν, αντί για λεφτά, ξηρούς καρπούς, ξερά σύκα και κερατούτσες που έμοιαζαν με φασόλια αλλά ήταν γλυκές.
Την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία, τρώγανε όλοι μαζί στο τραπέζι πατσά. Ένα άλλο έθιμο ήταν η προσφορά δώρων στα παιδιά από το νονό τους και, πολλές φορές, ο βαφτισιμιός πρόσφερε δώρα στο νονό του και αυτό λεγόταν “καλαντίασμαν“.
Σε άλλα μέρη οι Πόντιοι, παραμονές Χριστουγέννων, μαζεύονταν στην πλατεία και αποφάσιζαν για το γιορτινό τραπέζι. Ο καθένας αποφάσιζε τι ζώο θα σφάξει. Άλλος ένα γουρούνι άλλος μοσχάρι, άλλος κουνέλι κ.ά. Οι γυναίκες αποφάσιζαν να πάνε στην αγορά και να ψωνίσουν διάφορα λαχανικά και φρούτα.
Σαν έφταναν τα Χριστούγεννα όλοι οι χωριανοί ετοίμαζαν τα τραπέζια τους κάτω στην πλατεία. Οι γυναίκες τακτοποιούσαν τα ωραία ψητά και όλοι έτρωγαν και έπιναν διασκεδάζοντας χαρούμενα και ξεχνώντας κάθε λύπη και στεναχώρια.
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς διάλεγαν ένα μεγάλο κούτσουρο για να καίγεται στο τζάκι. Πίστευαν ότι η φωτιά διώχνει τα δαιμόνια που έρχονταν από την καπνοδόχο. Το κούτσουρο αυτό το λέγανε “καλαντοκάρ“. Το ίδιο βράδυ ο αρχηγός της οικογένειας έκοβε τη βασιλόπιτα, που το φλουρί της ήταν μια δεκάρα. Έπειτα ο ίδιος ανακάτευε φουντούκια με νομίσματα και τα πετούσε ψηλά τρεις φορές λέγοντας ευχές για τη νέα χρονιά. Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς πηγαίνανε οι χωριανοί στη βρύση του χωριού. Αφήνανε εκεί τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα και έπαιρναν νερό (το θεωρούσαν αγιασμένο) για να ραντίσουν το σπίτι. Μετά έσπαζαν στην πόρτα του σπιτιού ένα ρόδι για το γούρι.
Σε άλλα μέρη κάθε οικογένεια έπαιρνε από ένα κυδώνι και το έκοβε σε τόσα κομμάτια όσα άτομα ήταν στην οικογένεια. Μετά έβαζαν μια δραχμή μέσα σ’ ένα κομμάτι, το ανακάτευαν μέσα σε μια πετσέτα και διάλεγε ο καθένας από ένα. Σε όποιον τύχαινε η δραχμή αυτός μετά έπρεπε να σηκωθεί τα χαράματα, να πάρει μια κανάτα και να πάει κάτω στην πλατεία να τη γεμίσει με νερό. Από αυτό το νερό θα έβαζε λίγο στα ζώα, θα κρατούσε λίγο να πλυθούν και λίγο για να πιουν.
Οι Γιορτινές προετοιμασίες ξεκινούσαν νωρίς νωρίς. Οι νυκοκοιρές και οι νυκοκοίρηδες των σπιτικών ξεκινούσαν τις προετοιμασίες από την γιορτή της Αγίας Βαρβάρας. Έφτιαχναν γλυκά, βαρβάρα με σιτάρι, φασόλια και πολλά άλλα και έδιναν σε φίλους, γείτονες και παιδιά. Παράλληλα κάποιο μέλος της οικογένειας ετοίμαζε μελόπιτες χρησιμοποιώντας μέλι, σιτάρι, καρύδια και αλεύρι. Τις πίτες αυτές επίσης τις μοιράζονταν με την γειτονιά, ουσιαστικά ανταλάσσοντας κάθε χρόνο τα σπιτικά τους δημιουργήματα.
Στις 15 του Δεκέμβρη, στις αγροτικές περιοχές γιόρταζαν τα « Αλώα» στους αγρούς για τη ευόδωση των καρπών της γης, ένα έθιμο που σήμερα έχει εκλείψει.
Για τα Χριστούγεννα, σε πολλά μέρη του Πόντου, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να παρασκευάζουν πίτες από καλαμποκάλευρο,
αλευροχαλβά, κατμέρια και τον «πουρμά», ένα σιροπιαστό γλυκό που θύμιζε το σαραϊγλί (οι συνταγές αυτές υπάρχουν στο μπλογκ). Στην Τραπεζούντα τις παραμονές των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές απαραιτήτως ζύμωναν κουλούρια για το σπίτι και τα ζώα. Επίσης ζύμωναν τα χριστόψωμα τα οποία περιείχαν καρύδια και όταν ψήνονταν τα περίχυναν με μέλι. Πάνω στο χριστόψωμο κεντούσαν με αμύγδαλα τη γέννηση του Χριστού. Στόλιζαν ένα τραπέζι δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο, με διάφορα γιορτινά καλούδια κι ένα εικόνισμα, αφιερωμένο στην Παναγία,
το « Τραπέζι της Παναγίας». Στην Ινέπολη του νομού Κασταμονής, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν για τα Χριστούγεννα τα παραδοσιακά γλυκά « κετέ», «ιτσλί» και «κατμέρια». Στην
Αμάσεια, τα βασικά γιορτινά εδέσματα ήταν το κεσκέκι, το σουμπορεγί και το τζεβιζλί τσορέκ. Διαδεδομένο υλικό για τις πίτες ήταν το χασισόλαδο και οι χασισόσποροι τους οποίους επεξεργαζόταν όπως τους κόκκους του καφέ. Καβουρντίζανε τους σπόρους σ' ένα τηγάνι χωρίς λάδι ώσπου να πάρουν μαύρο χρώμα και να βγάλουν το λάδι τους .
Τη νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου, παραμονή των Χριστουγέννων, «εθύμιζαν» τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα με λύρα και με νταούλζουρνά. Γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού παρέα με τους μωμόγερους, αψηφώντας το τσουχτερό κρύο και με αραιούς πυροβολισμούς και ψάλλοντας τα κάλαντα θύμιζαν τη γένεση του θεανθρώπου. Στα ορεινά του Πόντου λέγανε τα κάλαντα και την ημέρα γιατί οι καιρικές συνθήκες ήταν συχνα απαγορευτικές για έξοδο την νύχτα. Οι "καλαντάδες" εκτός από τη συνοδεία της λύρας, φρόντιζαν να φέρουν μαζί τους και ένα στολισμένο καράβι, φτιαγμένο από χαρτόνι και λεπτό σανίδι για να εντυπωσιάσουν τους νοικοκυραίους. Συνήθως φώτιζαν τα καραβάκια τους με κεριά, ενώ κάθε ομάδα προσπαθούσε να φτιάξει το πιο όμορφο και φανταχτερά στολισμένο, εν είδη συναγωνισμού. Προτού αρχίσουν να ψάλλουν, ένας της παρέας έλεγε μεγαλόφωνα τον πολυχρονισμό, αρχίζοντας από τον αρχηγό της οικογένειας και τελειώνοντας και στο πιο μικρό παιδί και σ' αυτούς τους ξενιτεμένους: «Ο Θεός να πολυχρονίζ' τον κύριο τάδε...και στη συνέχεια έψαλλαν:
«Καλημέρα σας και πολλούς χρόνους
ύγειαν και χαρά στον νοικοκύρη
ύγειαν και χαρά στα παλικάρια.
Έξω στην αυλή και στο παλάτι
στέκουν θυμίζουν τα παλικάρια,
στέκουν θυμίζουν εσένα, αφέντη.
Έ αφέντη μας, μα μη κοιμάσαι΄.
Οψεζνί βραδύ καλή βραδύ έν,
οψεζνί βραδύ Χριστός γεννέθεν,
οψές γεννέθεν και αύριο εστάθεν,
γράφει γράμματα, βαστά βαγγέλια,
γράφει γράμματα και πάλ' εγνώθι,
αρχοντόπουλο και καλαμιόνι,
μύρος έτουνε και μυροϊδόνι
και μυρόδισεν όλον τον κόσμον,
εμυρόδισε κ' εσένα, αφέντη.
Έ αφέντη μας, να μη κοιμάσαι,
άψο το κερί κι έλα σήν πόρτα.»
Με τον τελευταίο στίχο «άψο το κερί κι έλα σήν πόρτα», ο νοικοκύρης, με αναμμένο κερί στο χέρι, θ' ανοίξει την πόρτα και θα υποδεχτεί όλους χαρούμενος και γελαστός.
Οι νοικοκυρές, χαρούμενες και γελαστές, πρόσφερναν άφθονα καρύδια, μήλα, τσίρα και ούβας σ' όλους. Ο αρχηγός της οικογένειας με την κανάτα γεμάτη κρασί στο χέρι, κερνούσε κρασι. Μετά το κρασοπότι, η Σχολική Επιτροπή, από τους γεροντότερους του χωριού, εισέπραττε ό,τι πρόσφερναν σ' αυτήν υπέρ του σχολείου, χρήματα, νήμα κανναβένιο, καλαμπόκι, φασόλια, καννάβι, ακατέργαστο κ.ά.
Στο χωριό Ζησινώ ψαλλόταν και το εξής τροπάριο:
«Ιδού ο χρόνος πέρασε
και ήρθεν η ημέρα
της του Χριστού γεννήσεως
και ταύτη τη εσπέρα.
Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η κτήσις όλη.
Εντός της φάτνης τίκτεται
υπό σπηλαίου θόλου
ο βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων.
Τρεις μαγιδώους έτρεφε
μια Συρία χώρα,
βαστούσαν σμύρναν και χρυσόν
και λίβανον ως δώρα.
Χοροί αγγέλων ψάλλουσι
το δόξα εν υψίστοις
και υπό ποιμένων άδεται
του Σύμπαντος ο κτίστης.
Ως οδηγόν υπέρλαμπρον
αστέρα ακολουθούσι.
Ελθόντες εις το σπήλαιον
το βρέφος προσκυνούσιν.»
Τα Ποντιακά Κάλαντα των Χριστουγέννων, που είναι και τα πιο διαδεδομένα, περιέχουν όλη τη ζωή του θεανθρώπου, από τη στιγμή της Γέννησης του, μέχρι τη στιγμή της Σύλληψης του, χωρίς όμως να προχωρούν και στη Σταύρωση του, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με το χαρμόσυνο γεγονός των Χριστουγέννων.
Χριστός γεννέθεν χαράν σον κόσμον
χα! καλή ώρα, καλή σ΄ μέρα
χα! καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν
οψέ γεννέθεν ουρανοστάθεν
τον εγέννεσεν η Παναγία
τον ενέστεσεν αε παρθένος
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
κι εκατήβεν σο στραυροδρόμι
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.
Ερπαξάν ατόν οι χιλ Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι.
Α σ ακροντικά κι α σην καρδίαν
αίμα έσταξεν χολήν κι εφάνθεν
ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον
μύρος έτον και μυρωδία.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον
για μυρίστ ατό κι εσύ αφένταμ
συ αφένταμ καλέμ αφένταμ.
Ερθαν τη Χριστού τα παλικάρια
και θυμίζνε τον νοικοκύρην
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Δέβα σο ταρέζ κι έλα σην πόρταν
δος μας ούβας και λεφτοκάρα
κι αν ανιοιείς μας χαρά σην πόρτα
Κάθε σπίτι είχε και ένα γουρούνι. Την παραμονή των Χριστουγέννων το έσφαζαν και με το κρέας του έφτιαχναν “γαβουρμά” και “τσιλγάνια”, όπως τα λένε στα ποντιακά. Το λίπος του γουρουνιού το λιώνανε και το χρησιμοποιούσανε στις πίτες και τα φαγητά. Φτιάχνανε ακόμα τσουρέκια στο φούρνο, που έμοιαζαν με πίτες. Τα παιδιά έψελναν τα ποντιακά κάλαντα και τους έδιναν, αντί για λεφτά, ξηρούς καρπούς, ξερά σύκα και κερατούτσες που έμοιαζαν με φασόλια αλλά ήταν γλυκές.
Την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία, τρώγανε όλοι μαζί στο τραπέζι πατσά. Ένα άλλο έθιμο ήταν η προσφορά δώρων στα παιδιά από το νονό τους και, πολλές φορές, ο βαφτισιμιός πρόσφερε δώρα στο νονό του και αυτό λεγόταν “καλαντίασμαν“.
Σε άλλα μέρη οι Πόντιοι, παραμονές Χριστουγέννων, μαζεύονταν στην πλατεία και αποφάσιζαν για το γιορτινό τραπέζι. Ο καθένας αποφάσιζε τι ζώο θα σφάξει. Άλλος ένα γουρούνι άλλος μοσχάρι, άλλος κουνέλι κ.ά. Οι γυναίκες αποφάσιζαν να πάνε στην αγορά και να ψωνίσουν διάφορα λαχανικά και φρούτα.
Σαν έφταναν τα Χριστούγεννα όλοι οι χωριανοί ετοίμαζαν τα τραπέζια τους κάτω στην πλατεία. Οι γυναίκες τακτοποιούσαν τα ωραία ψητά και όλοι έτρωγαν και έπιναν διασκεδάζοντας χαρούμενα και ξεχνώντας κάθε λύπη και στεναχώρια.
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς διάλεγαν ένα μεγάλο κούτσουρο για να καίγεται στο τζάκι. Πίστευαν ότι η φωτιά διώχνει τα δαιμόνια που έρχονταν από την καπνοδόχο. Το κούτσουρο αυτό το λέγανε “καλαντοκάρ“. Το ίδιο βράδυ ο αρχηγός της οικογένειας έκοβε τη βασιλόπιτα, που το φλουρί της ήταν μια δεκάρα. Έπειτα ο ίδιος ανακάτευε φουντούκια με νομίσματα και τα πετούσε ψηλά τρεις φορές λέγοντας ευχές για τη νέα χρονιά. Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς πηγαίνανε οι χωριανοί στη βρύση του χωριού. Αφήνανε εκεί τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα και έπαιρναν νερό (το θεωρούσαν αγιασμένο) για να ραντίσουν το σπίτι. Μετά έσπαζαν στην πόρτα του σπιτιού ένα ρόδι για το γούρι.
Σε άλλα μέρη κάθε οικογένεια έπαιρνε από ένα κυδώνι και το έκοβε σε τόσα κομμάτια όσα άτομα ήταν στην οικογένεια. Μετά έβαζαν μια δραχμή μέσα σ’ ένα κομμάτι, το ανακάτευαν μέσα σε μια πετσέτα και διάλεγε ο καθένας από ένα. Σε όποιον τύχαινε η δραχμή αυτός μετά έπρεπε να σηκωθεί τα χαράματα, να πάρει μια κανάτα και να πάει κάτω στην πλατεία να τη γεμίσει με νερό. Από αυτό το νερό θα έβαζε λίγο στα ζώα, θα κρατούσε λίγο να πλυθούν και λίγο για να πιουν.
Οι Γιορτινές προετοιμασίες ξεκινούσαν νωρίς νωρίς. Οι νυκοκοιρές και οι νυκοκοίρηδες των σπιτικών ξεκινούσαν τις προετοιμασίες από την γιορτή της Αγίας Βαρβάρας. Έφτιαχναν γλυκά, βαρβάρα με σιτάρι, φασόλια και πολλά άλλα και έδιναν σε φίλους, γείτονες και παιδιά. Παράλληλα κάποιο μέλος της οικογένειας ετοίμαζε μελόπιτες χρησιμοποιώντας μέλι, σιτάρι, καρύδια και αλεύρι. Τις πίτες αυτές επίσης τις μοιράζονταν με την γειτονιά, ουσιαστικά ανταλάσσοντας κάθε χρόνο τα σπιτικά τους δημιουργήματα.
Στις 15 του Δεκέμβρη, στις αγροτικές περιοχές γιόρταζαν τα « Αλώα» στους αγρούς για τη ευόδωση των καρπών της γης, ένα έθιμο που σήμερα έχει εκλείψει.
Για τα Χριστούγεννα, σε πολλά μέρη του Πόντου, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να παρασκευάζουν πίτες από καλαμποκάλευρο,
αλευροχαλβά, κατμέρια και τον «πουρμά», ένα σιροπιαστό γλυκό που θύμιζε το σαραϊγλί (οι συνταγές αυτές υπάρχουν στο μπλογκ). Στην Τραπεζούντα τις παραμονές των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές απαραιτήτως ζύμωναν κουλούρια για το σπίτι και τα ζώα. Επίσης ζύμωναν τα χριστόψωμα τα οποία περιείχαν καρύδια και όταν ψήνονταν τα περίχυναν με μέλι. Πάνω στο χριστόψωμο κεντούσαν με αμύγδαλα τη γέννηση του Χριστού. Στόλιζαν ένα τραπέζι δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο, με διάφορα γιορτινά καλούδια κι ένα εικόνισμα, αφιερωμένο στην Παναγία,
Αμάσεια, τα βασικά γιορτινά εδέσματα ήταν το κεσκέκι, το σουμπορεγί και το τζεβιζλί τσορέκ. Διαδεδομένο υλικό για τις πίτες ήταν το χασισόλαδο και οι χασισόσποροι τους οποίους επεξεργαζόταν όπως τους κόκκους του καφέ. Καβουρντίζανε τους σπόρους σ' ένα τηγάνι χωρίς λάδι ώσπου να πάρουν μαύρο χρώμα και να βγάλουν το λάδι τους .
Τη νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου, παραμονή των Χριστουγέννων, «εθύμιζαν» τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα με λύρα και με νταούλζουρνά. Γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού παρέα με τους μωμόγερους, αψηφώντας το τσουχτερό κρύο και με αραιούς πυροβολισμούς και ψάλλοντας τα κάλαντα θύμιζαν τη γένεση του θεανθρώπου. Στα ορεινά του Πόντου λέγανε τα κάλαντα και την ημέρα γιατί οι καιρικές συνθήκες ήταν συχνα απαγορευτικές για έξοδο την νύχτα. Οι "καλαντάδες" εκτός από τη συνοδεία της λύρας, φρόντιζαν να φέρουν μαζί τους και ένα στολισμένο καράβι, φτιαγμένο από χαρτόνι και λεπτό σανίδι για να εντυπωσιάσουν τους νοικοκυραίους. Συνήθως φώτιζαν τα καραβάκια τους με κεριά, ενώ κάθε ομάδα προσπαθούσε να φτιάξει το πιο όμορφο και φανταχτερά στολισμένο, εν είδη συναγωνισμού. Προτού αρχίσουν να ψάλλουν, ένας της παρέας έλεγε μεγαλόφωνα τον πολυχρονισμό, αρχίζοντας από τον αρχηγό της οικογένειας και τελειώνοντας και στο πιο μικρό παιδί και σ' αυτούς τους ξενιτεμένους: «Ο Θεός να πολυχρονίζ' τον κύριο τάδε...και στη συνέχεια έψαλλαν:
«Καλημέρα σας και πολλούς χρόνους
ύγειαν και χαρά στον νοικοκύρη
ύγειαν και χαρά στα παλικάρια.
Έξω στην αυλή και στο παλάτι
στέκουν θυμίζουν τα παλικάρια,
στέκουν θυμίζουν εσένα, αφέντη.
Έ αφέντη μας, μα μη κοιμάσαι΄.
Οψεζνί βραδύ καλή βραδύ έν,
οψεζνί βραδύ Χριστός γεννέθεν,
οψές γεννέθεν και αύριο εστάθεν,
γράφει γράμματα, βαστά βαγγέλια,
γράφει γράμματα και πάλ' εγνώθι,
αρχοντόπουλο και καλαμιόνι,
μύρος έτουνε και μυροϊδόνι
και μυρόδισεν όλον τον κόσμον,
εμυρόδισε κ' εσένα, αφέντη.
Έ αφέντη μας, να μη κοιμάσαι,
άψο το κερί κι έλα σήν πόρτα.»
Με τον τελευταίο στίχο «άψο το κερί κι έλα σήν πόρτα», ο νοικοκύρης, με αναμμένο κερί στο χέρι, θ' ανοίξει την πόρτα και θα υποδεχτεί όλους χαρούμενος και γελαστός.
Οι νοικοκυρές, χαρούμενες και γελαστές, πρόσφερναν άφθονα καρύδια, μήλα, τσίρα και ούβας σ' όλους. Ο αρχηγός της οικογένειας με την κανάτα γεμάτη κρασί στο χέρι, κερνούσε κρασι. Μετά το κρασοπότι, η Σχολική Επιτροπή, από τους γεροντότερους του χωριού, εισέπραττε ό,τι πρόσφερναν σ' αυτήν υπέρ του σχολείου, χρήματα, νήμα κανναβένιο, καλαμπόκι, φασόλια, καννάβι, ακατέργαστο κ.ά.
Στο χωριό Ζησινώ ψαλλόταν και το εξής τροπάριο:
«Ιδού ο χρόνος πέρασε
και ήρθεν η ημέρα
της του Χριστού γεννήσεως
και ταύτη τη εσπέρα.
Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η κτήσις όλη.
Εντός της φάτνης τίκτεται
υπό σπηλαίου θόλου
ο βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων.
Τρεις μαγιδώους έτρεφε
μια Συρία χώρα,
βαστούσαν σμύρναν και χρυσόν
και λίβανον ως δώρα.
Χοροί αγγέλων ψάλλουσι
το δόξα εν υψίστοις
και υπό ποιμένων άδεται
του Σύμπαντος ο κτίστης.
Ως οδηγόν υπέρλαμπρον
αστέρα ακολουθούσι.
Ελθόντες εις το σπήλαιον
το βρέφος προσκυνούσιν.»
Τα Ποντιακά Κάλαντα των Χριστουγέννων, που είναι και τα πιο διαδεδομένα, περιέχουν όλη τη ζωή του θεανθρώπου, από τη στιγμή της Γέννησης του, μέχρι τη στιγμή της Σύλληψης του, χωρίς όμως να προχωρούν και στη Σταύρωση του, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με το χαρμόσυνο γεγονός των Χριστουγέννων.
Χριστός γεννέθεν χαράν σον κόσμον
χα! καλή ώρα, καλή σ΄ μέρα
χα! καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν
οψέ γεννέθεν ουρανοστάθεν
τον εγέννεσεν η Παναγία
τον ενέστεσεν αε παρθένος
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
κι εκατήβεν σο στραυροδρόμι
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.
Ερπαξάν ατόν οι χιλ Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι.
Α σ ακροντικά κι α σην καρδίαν
αίμα έσταξεν χολήν κι εφάνθεν
ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον
μύρος έτον και μυρωδία.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος όλον
για μυρίστ ατό κι εσύ αφένταμ
συ αφένταμ καλέμ αφένταμ.
Ερθαν τη Χριστού τα παλικάρια
και θυμίζνε τον νοικοκύρην
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Δέβα σο ταρέζ κι έλα σην πόρταν
δος μας ούβας και λεφτοκάρα
κι αν ανιοιείς μας χαρά σην πόρτα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου